- δαιδαλόχειρ
- δαιδαλό-χειρ, ειρος, mit kunstvollen Händen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαιδαλόχειρ — δαιδαλόχειρ, ο, η (Α) αυτός που έχει έμπειρο χέρι … Dictionary of Greek
δαιδαλόχειρ — cunning of hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek